βουρβουλακιάζω
Смотреть что такое "βουρβουλακιάζω" в других словарях:
βουρβουλακιάζω — και βουρβουρακιάζω 1. γουργουρίζω 2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα ή κατ άλλους βουρβουλακιάζω < βουρβουλακώ] … Dictionary of Greek
βουρβουλάκιασμα — το [βουρβουλακιάζω] το γουργούρισμα … Dictionary of Greek
βουρβουρακιάζω — βλ. βουρβουλακιάζω … Dictionary of Greek